- κοντραπόστο
- (στην περίοπτη γλυπτική) διάταξη τού σώματος σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη μορφή είναι τοποθετημένη έτσι ώστε το βάρος να πέφτει στο ένα πόδι απελευθερώνοντας το άλλο που είναι λυγισμένο στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrapposto].
Dictionary of Greek. 2013.